ωκεανογραφία

ωκεανογραφία
Bλ. λ. ωκεανός. Το γαλλικό ωκεανογραφικό πλοίο «Καλυψώ» (φωτ. ΑΠΕ). Μέλη της γαλλικής αποστολής ωκεάνιων παρατηρήσεων (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, Ν
επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις φυσικές και χημικές ιδιότητες, την προέλευση και τα γεωλογικά χαρακτηριστικά τών ωκεανών και τών θαλασσών, καθώς και τους οργανισμούς που ζουν στο θαλάσσιο περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oceanography < ωκεανός + -γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ωκεανογραφία — η η επιστήμη που περιγράφει τις εκτάσεις των θαλασσών και τα σχετικά με τη διαμόρφωση του βυθού τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωκεανογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανογραφία ή ο κατάλληλος για διεξαγωγή ερευνών στον τομέα αυτό («ωκεανογραφικό σκάφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • Ikarisches Meer — (griechisch Ikario pelagos Ικάριο πέλαγος) ist eine Bezeichnung für ein Meeresgebiet in der östlichen Ägäis. Geographisch ist es nicht genau definiert, umfasst aber in etwa die Gewässer südlich von Chios bis nördlich von Kos[1] mit den… …   Deutsch Wikipedia

  • Straße von Rhodos — Die Straße von Rhodos (griechisch Steno tis Rodou Στενό της Ρόδου (n. sg.)) ist die östlichste der sechs Meeresstraßen, die das Ägäische Meer mit dem Mittelmeer verbinden.[1] Gleichzeitig verläuft die Staatsgrenze zwischen Griechenland… …   Deutsch Wikipedia

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ζωογεωγραφία — Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με την κατανομή των ζώων στην επιφάνεια της Γης και στα νερά. Για τις έρευνές της, η ζ. συνεργάζεται με άλλες επιστήμες, όπως με τη φυσική γεωγραφία (με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κλίμα, την ωκεανογραφία, την… …   Dictionary of Greek

  • πλωτήρας — ο / πλωτήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ελαφρό σώμα που επιπλέει στο νερό ή βοηθά άλλο σώμα να διατηρείται στην επιφάνεια τού νερού 2. (αεροπ.) καθεμιά από τα δύο στεγανές λεμβοειδείς κατασκευές που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα υδροπλάνα πάνω… …   Dictionary of Greek

  • υδρογραφία — Κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τη μελέτη των θαλάσσιων και χερσαίων υδάτων. Η υ. πρόσφατα, περιορίστηκε στη μελέτη μόνο των χερσαίων υδάτων (λιμνών, ποταμών, ελών κλπ.), δεδομένου ότι με τα νερά των ωκεανών και θαλασσών γενικά ασχολείται η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”